- καίνυμαι
- καίνυμαι (Α)1. υπερτερώ, υπερέχω (α. «ἐκαίνυτο φῡλ' ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι» — ήταν ο ανώτερος απ' όλους τους ανθρώπους στο να κυβερνήσει πλοίο, Ομ. Οδ.β. «ἥ ῥα γυναικῶν φῡλον ἐκαίνυτο... εἴδεΐ τε μεγέθει τε» — που ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στη μορφή και στ' ανάστημα, Ησίοδ.)2. (μτχ. παρακμ.) κεκασμένος και δωρ. τ. κεκαδμένος, -η, -ονα) ξεχωριστός, διακεκριμένος («παντοίης ἀρετῆσι κεκασμένος ἐν Δαναοῑσιν», Ομ. Οδ.β) στολισμένος, κεκοσμημένος («ὦμον ἐλέφαντι κεκαδμένον» — ώμο στολισμένο με φίλντισι, Πίνδ.)γ) φρ. «εὖ κεκασμένον δόρυ» — καλά οπλισμένη ομάδα ενόπλων (Αισχ.)4. (σπάν. τ. ενεργ.) «καινύτω» — νικάτω, ας υπερέχει (Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για υποχωρητ. σχηματισμένο ενεστ. < παρακμ. κέκασμαι* αναλογικά προς τα δαίνυμαι: δέδασμαι].
Dictionary of Greek. 2013.